ληθαία

ληθαία
ληθαίᾱ , λήθαιος
of
fem nom/voc/acc dual
ληθαίᾱ , λήθαιος
of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ληθαί̱ᾱ , λήθαιος
of
fem nom/voc/acc dual
ληθαί̱ᾱ , λήθαιος
of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
ληθαίᾱ , ληθαῖος
of
fem nom/voc/acc dual
ληθαίᾱ , ληθαῖος
of
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ληθαία — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν σύζυγος του Ωλένου. Περηφανευόταν ότι ήταν η πιο ωραία από τις θεές, όμως εκείνες θύμωσαν και την μεταμόρφωσαν σε πέτρα. Ο Ώλενος λάτρευε τη γυναίκα του και ζήτησε από τους θεούς να έχει την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ληθαίας — ληθαίᾱς , λήθαιος of fem acc pl ληθαίᾱς , λήθαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) ληθαί̱ᾱς , λήθαιος of fem acc pl ληθαί̱ᾱς , λήθαιος of fem gen sg (attic doric aeolic) ληθαίᾱς , ληθαῖος of fem acc pl ληθαίᾱς , ληθαῖος of fem gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”